- λαντάνα
- (Lantana camara). Είδος δικοτυλήδονου φυτού της οικογένειας verbenaceae, ιθαγενές της τροπικής Αμερικής. Πρόκειται για αειθαλή θάμνο, ο οποίος χαρακτηρίζεται από αδρότριχους βλαστούς με αντίθετα, τραχέα, οδοντωτά και με βαρύ άσχημο άρωμα φύλλα. Αποκτά μικρά, ποικιλόχρωμα άνθη, τα οποία είναι συγκεντρωμένα σε πυκνούς σκιαδόμορφους ή κεφαλιόμορφους κορύμβους.
Χάρη στην πλούσια ανθοφορία της από την άνοιξη έως το φθινόπωρο, θεωρείται εξαιρετικό καλλωπιστικό φυτό, γι’ αυτό φυτεύεται στους κήπους και στα πάρκα. Οι νάνες ποικιλίες φυτεύονται στους πετρόκηπους, στις ζαρντινιέρες και στα κρεμαστά κάνιστρα. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές, με ποικιλία χρωμάτων, αλλά πιο διαδεδομένες είναι οι πορτοκαλόχρωμες και οι λιλά. Ευδοκιμεί σε όλα τα εδάφη και στις ηλιαζόμενες τοποθεσίες. Δεν αντέχει στην πολύ δυνατή παγωνιά. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως αναρριχώμενο, αλλά με υποβοήθηση και ψαλιδίσματα.
Πολλαπλασιάζεται με σπόρο και μοσχεύματα από ημιώριμους βλαστούς που ριζοβολούν εύκολα και γρήγορα.
Η κατάποση των καρπών της μπορεί να προκαλέσει δηλητηρίαση ή και τον θάνατο σε ευαίσθητα άτομα, ενώ η επαφή με τα φύλλα της αλλεργία.
* * *ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, θάμνων τών τροπικών χωρών, που ανήκει στην οικογένεια βερβενίδες.
Dictionary of Greek. 2013.